- ἀδιαβεβαίωτος
- ἀδια-βεβαίωτος, ον,A unconfirmed, Ptol.Geog.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδιαβεβαίωτος — η, ο (Α ἀδιαβεβαίωτος, ον) [διαβεβαιώνω] αυτός που δεν διαβεβαιώθηκε, για τον οποίο δεν υπάρχει βεβαιότητα, ανεξακρίβωτος, αμφίβολος … Dictionary of Greek
ἀδιαβεβαιώτου — ἀδιαβεβαίωτος unconfirmed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)